- επιδημικότητα
- ηη τάση ή η δυνατότητα μιας αρρώστιας να γίνεται επιδημική: Η επιδημικότητα της γρίπης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιδημικότητα — η [επιδημικός] η τάση ή η δυνατότητα νόσου να γίνεται επιδημική … Dictionary of Greek